- αγιοπολίτης
- αγιοπολίτης ο1) человек, проживающий или ведущий свое происхождение из Иерусалима (святого города);2) книга по изучению византийского церковнопевческого искусства
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αγιοπολίτης — Ανώνυμο μεσαιωνικό χειρόγραφο, που βρίσκεται στη βασιλική βιβλιοθήκη του Παρισιού. Περιέχει τη θεωρία και πράξη της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Διχογνωμία υπάρχει για το όνομα του συγγραφέα της διατριβής. Σύμφωνα με ορισμένους, πρόκειται… … Dictionary of Greek
Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… … Dictionary of Greek
Κοσμάς ο Μελωδός — (Δαμασκός; περ. 685 – Μαϊουμά, Παλαιστίνη περ. 750). Επίσκοπος Μαϊουμά και εκκλησιαστικός υμνογράφος. Είναι γνωστός επίσης με τα επίθετα Ιεροσολυμίτης και Αγιοπολίτης. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και τον υιοθέτησε ο πατέρας του Ιωάννη του… … Dictionary of Greek
Σακελλαρίδης, Ιωάννης — I Έλληνας καθηγητής της εκκλησιαστικής μουσικής και υμνωδός, από το Λιτόχωρο του Όλυμπου (1854 1938). Σπούδασε εκκλησιαστική μουσική στη Θεσσαλονίκη και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και χρημάτισε καθηγητής της μουσικής σε πολλά… … Dictionary of Greek
Σέργιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης. 1. Σ. ο A’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (610 638) από τη Συρία, από τις αξιολογότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Σε μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη, τόσο από… … Dictionary of Greek
τετραώδιον — Όρος της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Πρόκειται για κανόνα που αποτελείται από 4 ωδές. Τ. έγραψαν οι Κοσμάς ο Αγιοπολίτης, Μαϊουμάς, Ιωσήφ ο Στουδίτης και Θεόδωρος ο Στουδίτης … Dictionary of Greek
АГИОПОЛИТ — [греч. ῾Αγιοπολίτης Святоградец, т. е. происходящий из Иерусалима], древнейший из сохранившихся визант. музыкально теоретических трактатов, составленный предположительно во 2 й пол. XII в. Как следует из предисловия, «А.» первоначально был… … Православная энциклопедия
ВИЗАНТИЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — литургическая традиция, сформировавшаяся в средневизант. период в результате взаимодействия богослужебных традиций древних Церквей К поля и Иерусалима. История В. б. восходит к доиконоборческому времени (325 726) и в дальнейшем может быть… … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЙ АГИОПОЛИТ — [греч. Γεώργιος ὁ ῾Αγιοπολίτης], палестинский гимнограф IX в. Митр. Софроний (Евстратиадис) отождествил его с Георгием Анатолийским (см. в ст. Восточны). Др. исследователи считают, что под этим именем писал Сергий Агиополит (Émerеau C.… … Православная энциклопедия